αντασφάλιση

αντασφάλιση
η
η ασφάλιση μεταξύ ενός πρώτου ασφαλιστή που παίρνει τη θέση ασφαλιζόμενου και ενός άλλου ασφαλιστή ή ασφαλιστών που καλύπτει την ευθύνη του πρωτασφαλιστή από ασφαλιστικές συμβάσεις με άλλους ασφαλισμένους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντασφαλίζω — κάνω αντασφάλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * ασφαλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό] …   Dictionary of Greek

  • αντασφαλιστής — ο αυτός που ενεργεί την αντασφάλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντασφαλίζω. Η λ. στον πληθ. αντασφαλισταί, οι μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • αντασφάλεια — αντασφάλεια, η και αντασφάλιση, η ενέργεια του ασφαλιστή με την οποία αυτός μεταθέτει σε άλλον, ολικά ή μερικά, τον κίνδυνο τον οποίο ανέλαβε να καλύψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”